αποδίνω

αποδίνω
-όδωσα, -όθηκα, -οδο(σ)μένος
1. δίνω πίσω αυτά που οφείλω: Δεν είχε να αποδώσει αυτά που χρωστούσε.
2. απονέμω: Η κυβέρνηση αποφάσισε να αποδοθούν τιμές στο νεκρό.
3. ερμηνεύω κάτι που είπε άλλος: Δεν αποδόθηκαν καλά αυτά που είπε ο υπουργός.
4. παράγω, αποφέρω, αφήνω κέρδος: Η βαμβακοκαλλιέργεια αποδίνει σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη. – Η επιχείρηση δεν απόδωσε τα κέρδη που περίμενα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποδινώ — ἀποδινῶ ( έω) (Α) [δινώ] αλωνίζω …   Dictionary of Greek

  • αποδίνω — βλ. αποδίδω …   Dictionary of Greek

  • απηχώ — ησα, αποδίνω ήχο, μτφ., προκαλώ εντύπωση, εκφράζω: Όσα υποστηρίζει απηχούν τις σκέψεις άλλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποφέρω — απόφερα, φέρνω εισόδημα, αποδίνω: Η επιχείρηση δεν είχε αποφέρει τα κέρδη που υπολόγιζαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκτελώ — εκτέλεσα, εκτελέστηκα, εκτελεσμένος, μτβ. 1. πραγματοποιώ, εφαρμόζω. 2. (μουσ.), αποδίνω, παίζω: Θα εκτελεστούν έργα Σοπέν. 3. θανατώνω, σκοτώνω: Εκτελέστηκε ο προδότης. 4. φρ., «Eκτελώ χρέη νομάρχη, διευθυντή κτλ.», αναπληρώνω προσωρινά στα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”