- αποδίνω
- -όδωσα, -όθηκα, -οδο(σ)μένος1. δίνω πίσω αυτά που οφείλω: Δεν είχε να αποδώσει αυτά που χρωστούσε.2. απονέμω: Η κυβέρνηση αποφάσισε να αποδοθούν τιμές στο νεκρό.3. ερμηνεύω κάτι που είπε άλλος: Δεν αποδόθηκαν καλά αυτά που είπε ο υπουργός.4. παράγω, αποφέρω, αφήνω κέρδος: Η βαμβακοκαλλιέργεια αποδίνει σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη. – Η επιχείρηση δεν απόδωσε τα κέρδη που περίμενα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.